ὀλβοδότης — giver of bliss masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβοδόται — ὀλβοδότης giver of bliss masc nom/voc pl ὀλβοδότᾱͅ , ὀλβοδότης giver of bliss masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβοδότα — ὀλβοδότᾱ , ὀλβοδότης giver of bliss masc gen sg (doric aeolic) ὀλβοδότᾱ , ὀλβοδότης giver of bliss masc nom/voc/acc dual ὀλβοδότης giver of bliss masc voc sg ὀλβοδότης giver of bliss masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβοδόταν — ὀλβοδότᾱν , ὀλβοδότης giver of bliss masc acc sg (epic doric aeolic) ὀλβοδότης giver of bliss masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… … Dictionary of Greek
ὀλβοδότειραι — ὀλβοδότειρα fem nom/voc pl ὀλβοδότης giver of bliss fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβοδότειραν — ὀλβοδότειρα fem acc sg ὀλβοδότης giver of bliss fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)